ANTIFA 73100
Η ιστορική συγκυρία που βιώνουμε ευνοεί την εμφάνιση ιδεολογημάτων που καμουφλάρουν την πηγή του προβλήματος και έχουν ως στόχο τη σπορά του φόβου σε οτιδήποτε διαφορετικό και άγνωστο. Τα κυρίαρχα εθνικά και πολιτισμικά πρότυπα χρησιμοποιούνται προς επινόηση εχθρών που δεν συντάσσονται με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά κανονικότητας και ομοιογένειας, όπως ορίζονται, αυθαίρετα, από την κυριαρχία. Συστηματοποιείται έτσι η παραγωγή αξιολογικών διακρίσεων, τόσο σε σχέση με το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό ενός κράτους, προκειμένου να επιτευχθεί κοινωνική συνοχή και να αποσπαστεί κοινωνική συναίνεση στους σχεδιασμούς κράτους-κεφαλαίου.
I
Η αύξηση της μετανάστευσης, ως απόρροια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης (οικονομική κρίση), των πολεμικών συρράξεων και των περιβαλλοντικών συνεπειών του καπιταλισμού, αποτελεί ιδανική ευκαιρία για επινόηση ενός βασικού εξωτερικού εχθρού, ενός κράτους του πρώτου κόσμου, και την παράλληλη ενίσχυση του εθνικού φρονήματος. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό του κράτους, η όξυνση των κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων που προκύπτει σε περιόδους αστάθειας, αντιμετωπίζεται με την επιβολή συνεχούς συνθήκης εκτάκτου ανάγκης ευνοώντας τον ολοκληρωτικό έλεγχο και την πειθάρχηση. Με τον τρόπο αυτό, αφήνονται τα κατάλληλα περιθώρια εφεύρεσης απειλών σε φυσικό, ηθικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο, ώστε να οδηγηθεί η κοινωνία σε γενική αναβίωση του φόβου. Συρρικνώνονται οι ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες και στοχοποιούνται όσοι/ες αντιδρούν στα κρατικά σχέδια και εκείνοι/ες που ξεφεύγουν της ορισμένης “κανονικότητας”. Με πρόσχημα τη διαφύλαξη “ της οικογενειακής γαλήνης”, της ιδιοκτησίας, της θρησκείας και της πατρίδας, νομιμοποιούνται πράξεις μίσους και αναδύονται οργανώσεις συντηρητικών πληθυσμιακών τμημάτων που μέχρι πρότινος διακατέχονταν από συμπεριφορές αδράνειας και εσωτερίκευσης. Φασιστικές, ρατσιστικές οργανώσεις και συμπεριφορές βρίσκουν χώρο εκδήλωσης έχοντας ως διεκδίκηση τον περιορισμό και την εξάλειψη του “άλλου”, του ξένου, του διαφορετικού ως υπαίτιο της εν δυνάμει απειλής.
Ταυτόχρονα στο κομμάτι της εργασίας, η παρανομοποίηση των μεταναστών από τα κράτη συμβάλλει στην υλική υποτίμηση της εργατικής δύναμης. Αφενός ενισχύεται η εφεδρεία φτηνών εργατικών χεριών, αφετέρου κατασκευάζονται ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ νόμιμων και παράνομων, μεταναστών και ντόπιων, τροφοδοτώντας το ρατσισμό, το φόβο και το μίσος για τον εξωτερικό εχθρό, κατακερματίζοντας έτσι τις συλλογικές διεκδικήσεις.
Οι παραπάνω συνθήκες κάθε άλλο παρά πρωτόγνωρες είναι, καθώς αποτελούν τη λογική συνέχεια του ιδεολογικού συστήματος που η κοινωνία έως σήμερα αποδέχεται ως μοναδική επιλογή. Ο φασισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εγγενής ροπή του καπιταλισμού και οπισθοφυλακή της αστικής δημοκρατίας, παρότι κάποια κομμάτια του επιδιώκουν να εμφανίζονται ως “αντισυστημικά”. Γίνεται φανερό ότι δεν αποτελούν αντικρουόμενες συνθήκες αλλά παράλληλες, δηλαδή πολιτικές θέσεις που εξυμνούν το κράτος. Όλες οι παραπάνω αντιλήψεις αναπαράγουν επιμέρους κοινωνικά συστατικά, τα οποία συνθέτουν τον εθνικό κορμό. Ένας από τους τρόπους διασφάλισης της υπόστασης του κράτους γίνεται μέσω της εξύμνησης των αξιών του έθνους, του στρατού, των ηρώων και άλλων αφηγημάτων περί εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών. Έτσι, με εργαλείο το εθνικό φρόνημα συσκοτίζονται οι ταξικές ανισότητες. Το κύριο βάρος της προπαγάνδισης αναλαμβάνουν οι ίδιες οι δομές του – το εκπαιδευτικό σύστημα, ο στρατός, η εκκλησία και τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης.
Η αφομοίωση της προπαγάνδας καθίσταται πιο αποτελεσματική σε συνθήκες ατομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης. Φασιστικές τακτικές εγκαθιδρύονται μέσω μιας ανώνυμης, απρόσωπης κοινωνίας σε αποσύνθεση, με άτομα αναλώσιμα σε συνεχή ανταγωνισμό. Η αλλοτρίωση των κοινωνικών σχέσεων πραγματώνει μια πλήρη αντιστροφή, αντικαθιστώντας την αλληλεγγύη με τον ανταγωνισμό, το συλλογικό με το ατομικό, οδηγώντας σε αίσθημα ανασφάλειας ως προϊόν της διάλυσης οργανικών μορφών κοινωνικής ζωής. Η οικονομική εξαθλίωση και η δομική, για το καπιταλιστικό σύστημα, συνθήκη ανεργίας, θέτει όλο και πιο έντονα την οικονομική διάσταση του κοινωνικού ανταγωνισμού. Παράλληλα, η πνευματική εξαθλίωση που περίτεχνα καθοδηγείται από τους πυλώνες του καπιταλισμού (μιλιταρισμός, θρησκεία, εκπαίδευση, ΜΜΕ) στην καθημερινότητα, ενισχύει την προσκόλληση ατόμων σε μεταφυσικές ιδέες, μισαλλοδοξία και φόβο του άγνωστου/διαφορετικού.
Πληθυσμιακές ομάδες που βρίσκονται ή απειλούνται από καθεστώς οικονομικής και κοινωνικής ανέχειας ορίζουν ως εχθρούς εκείνους που προβάλλονται ως ανταγωνιστές στην πιθανότητα επιβίωσης. Γεννιέται και καθοδηγείται, κατά αυτό τον τρόπο, μια άλογη επιθετικότητα απέναντι σε άτομα με ετερόκλητα χαρακτηριστικά (θρησκευτικές, φυλετικές, πολιτισμικές καταβολές). Ο βαθύς παραλογισμός έγκειται στο γεγονός πως ο εξαθλιωμένος “ντόπιος”, όπως και ο εξαθλιωμένος “ξένος”, είναι εξίσου θύματα της ίδιας κατάστασης. Η αλληλοσύγκρουση των από τα κάτω σίγουρα δεν απαλείφει τις κοινωνικές αιτίες του προβλήματος. Αντί η δράση να είναι συλλογική και ταξική για την εξάλειψη των αιτιών εξαθλίωσης, και η αντιβία να στραφεί προς τις πραγματικές πηγές του προβλήματός, ταυτοποιούνται τυφλά εχθροί και φόβοι μέσα από ένα φαντασιώδες παραλήρημα.
Το έθνος, τόσο ιδεολογικά όσο και υλικά, συντηρεί και ενισχύει τις ζωτικές ρίζες του φασισμού. Ο ρατσισμός και κάθε μορφή κοινωνικού αποκλεισμού και φασιστικής νοοτροπίας μέσα στην κοινωνία, βρίσκουν ανοχή και ηθική νομιμοποίηση ακόμα και στις πιο βίαιες εκφάνσεις τους, ιδιαίτερα σε στιγμές “εθνικής έξαρσης”. Πογκρόμ μεταναστών, ρατσιστικές δολοφονίες, επιθέσεις έμφυλης βίας, τραμπουκισμοί από φασιστικές ομαδοποιήσεις, “αγανακτισμένους” πολίτες και τις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους (μπάτσοι, λιμενόμπατσοι) είναι συχνά φαινόμενα. Η δυνατότητα πραγμάτωσης τους, ακόμα και σε δημόσια θέα, συγκαλύπτεται έντεχνα και προπαγανδίζεται κατάλληλα από τα ΜΜΕ, ενώ παράλληλα ο κοινωνικός περίγυρος ανέχεται, συναινεί ή επικροτεί μέσω της απάθειας και της γενικευμένης ανάθεσης.
Όπως ο εθνικισμός συγκαλύπτεται πίσω από την αγάπη για την πατρίδα, έτσι και ο τοπικισμός συγκαλύπτεται πίσω από την αγάπη για τον τόπο. Το ιδεολόγημα όμως είναι ακριβώς το ίδιο: η ανάγκη διασφάλισης του επίπλαστου φαντασιακού του έθνους, της πατρίδας, των τοπικών συνόρων. Επιχειρείται, πάλι, η ομοιογενοποίηση και η πολιτικοποίηση υποκειμενικών βιωμάτων και συλλογικών δεσμών, εργαλειακά, ως συλλογική συνείδηση, η οποία αποτελεί καταλυτικό στοιχείο για τη διασφάλιση της ταξικής ειρήνης ενώ παράλληλα γεννάει το μίσος για κάθε τι ξένο προς αυτή.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονιστεί πως τα χαρακτηριστικά της τοπικής κουλτούρας που διαμορφώνουν την ατομική και συλλογική εγγεγραμμένη μνήμη των κατοίκων ενός τόπου, αποτελούν στοιχεία του κοινωνικού πλούτου και δεν ταυτίζονται με τη μεταφυσική πίστη σε πατρίδες. Άλλωστε τα βιώματα και οι αναμνήσεις μας δεν αφαιρούνται, ούτε απειλούνται από άλλες κουλτούρες, αντίθετα εμπλουτίζονται όταν συγκεραστούν. Για εμάς είναι σαφές, ότι το πρόβλημα του εθνικισμού, πολλές φορές κρυμμένο πίσω από το προσωπείο του πατριωτισμού, δεν αποτελεί πρόβλημα πολιτισμικής συνοχής ή συλλογικής υπόστασης. Αποτελεί προϊόν υλικών διεκδικήσεων (οικονομικών, χωρικών), της εδραίωσης και της επέκτασης της κυριαρχίας εις βάρος της κοινωνικής βάσης. Συνεπώς, όσο θα υπάρχουν σχηματισμοί κρατών και η κοινωνία θα αντιλαμβάνεται την ευημερία της άμεσα εξαρτώμενη από τα σύνορά τους, ο εθνικισμός θα ενισχύεται είτε ωμός, είτε καμουφλαρισμένος.
ΙΙ
Δεκαετίες αργότερα από την εμφάνιση του φασιστικού οχετού, αντιλαμβανόμαστε τους αγώνες και την ιστορική τους συνέχεια ακόμη επίκαιρους. Παλεύουμε για τη διάχυση του αντιφασιστικού λόγου, όχι από κάποια ανθρωπιστική ή αστικοδημοκρατική σκοπιά. Προτάσσουμε τη σύγκρουση με το φασισμό και τη συνολική ρήξη με τον καπιταλισμό και κάθε μορφή εξουσίας ως αγώνες αδιαχώριστους, την αλληλεγγύη και τη συγκρότηση των καταπιεσμένων, την αποδοχή της διαφορετικότητας και την απαλοιφή της κανονικότητας όπως έχει επικρατήσει.
Οι αγώνες μας απέναντι σε κάθε μορφή φασισμού, αντιτίθενται στην ίδια την υπόσταση του κράτους ως υλική και κοινωνική σχέση. Έχουν ως στόχο μια αταξική κοινωνία που θα διακατέχεται από σχέσεις ισοτιμίας – χωρίς διακρίσεις φύλου, φυλής, ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, σωματικής και νοητικής ικανότητας. Είναι αυτοοργανωμένοι στη βάση της ελευθερίας, της αλληλεγγύης και της σύμπραξης ενάντια στον κοινωνικό κανιβαλισμό και τις εξουσιαστικές τάσεις.
Ότι έχουμε δεν μας παραχωρήθηκε αλλά κατακτήθηκε. Απέναντι στην ιδιώτευση, την παραίτηση και την τρομολαγνεία, συντασσόμαστε με τους καταπιεσμένους όλου του κόσμου, εχθρευόμαστε το έθνος και τα ιδανικά του, αντιλαμβανόμενοι το ρόλο του, και παλεύουμε για ελεύθερη, αταξική ζωή.
Εχθρευόμαστε τις εθνικές ιδέες και συμφέροντα, παίρνουμε θέση και οργανωνόμαστε ενάντια στους καταπιεστές μας, ενάντια στον ιστορικό αναθεωρητισμό, ενάντια στη λήθη. Διεκδικούμε έμπρακτα και καθημερινά χώρο εντός του κοινωνικού πεδίου, εδραιώνοντας την παρουσία μας στο δρόμο, στην εργασία, στο σχολείο.
ΙΙΙ
Ζούμε σε μια πόλη όπου τόσο ο τοπικισμός όσο και ο συντηρητισμός είναι διάχυτοι. Ο συνδυασμός των δύο, καθώς και οι δεξιές καταβολές και ο αριστεροπατριωτισμός που διέπουν το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, αναπαράγουν και νομιμοποιούν κοινωνικά το ρατσισμό και τον εθνικισμό. Ειδικότερα, το προηγούμενο διάστημα είδαμε να συσπειρώνονται ομαδοποιήσεις γύρω από εθνικιστικές και μεταφυσικές ιδέες, είτε θεσμικές είτε παρακρατικές. Είδαμε να κατεβαίνουν στους δρόμους και στις πλατείες. Με όχημα το μακεδονικό, είδαμε να αναπαράγεται ο κανιβαλικός τους λόγος εντός σχολείων, τα οποία σε μερικές περιπτώσεις προχώρησαν και σε εθνικιστικές καταλήψεις.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, αν γενικά, ο εχθρός του εθνικισμού είναι ο “άλλος”, στην πόλη των Χανίων, με επίκεντρο το λιμάνι, εχθρός λογίζεται εκείνος που δεν αποφέρει κέρδος. Είτε αναφερόμαστε σε μετανάστες/πρόσφυγες, είτε σε όσους από εμάς επιδιώκουμε την ύπαρξη ελεύθερων δημόσιων χώρων και την επικράτηση κοινωνικών σχέσεων απέναντι στην αδηφάγα όρεξη τους για κέρδη.
Σε αυτό το περιβάλλον της πόλης έχουμε την ανάγκη να δημιουργήσουμε τις δομές που θα απαντήσουν σε αυτά τα χαρακτηριστικά της, στοχεύοντας αφενός στην περιθωριοποίηση ομαδοποιήσεων και οργανώσεων που τα αναπαράγουν, αφετέρου στην καθημερινή αποδόμηση της γλώσσας του κράτους και των εθνοπατριωτικών αφηγήσεων. Κάτι τέτοιο θα το καταφέρουμε με την όξυνση των κοινωνικών και ταξικών μας αγώνων. Με οριζόντιες διαδικασίες, αδιαμεσολάβητους αγώνες, ενάντια στην απάθεια και την ιδιώτευση. Δρούμε πολύμορφα, συλλογικά και αντιιεραρχικά, επιχειρώντας τη δικτύωση με πολιτική συνάφεια. Για τη διάχυση του αντιφασιστικού λόγου και την οργάνωση της αντεπίθεσης μας.
Στα Χανιά, στη Κρήτη και παντού, έμπρακτα στοχεύουμε τις εθνικιστικές συσπειρώσεις και δρούμε κόντρα σε κάθε δομή καταπίεσης μέσω της συνεκτικότητας, της αποφασιστικότητας και δεσμών συντροφικότητας.
ANTIFA 73100
blog: antifa73100.noblogs.org
email: antifa73100@riseup.net
Continue reading